- συνεπτυγμένος
- η , ο[ν] сжатый, краткий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεπτυγμένος — συμπτύσσω fold perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτύσσομαι — συμπτύσσομαι, συμπτύχθηκα, συνεπτυγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: συμπτύσσομαι : η μτχ. συνεπτυγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει κείμενα κτλ. που παρουσιάζονται σε συντομευμένη μορφή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
συνεπτυγμένως — ΝΜΑ, και συμπτυγμένα Ν με σύμπτυξη, περιληπτικά, με αναφορά τών κυριωτέρων σημείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεπτυγμένος τού συμπτύσσω] … Dictionary of Greek
σύμπτυκτος — ον, Α [συμπτύσσω] 1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος 2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά … Dictionary of Greek